ράθαγος

ράθαγος
ὁ, Α
1. θόρυβος, κρότος
2. (κυρίως) ο ήχος τών κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥαθαπυγίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥάθαγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθάγους — ῥάθαγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυρράθαγος — ον, Α αυτός που παράγει ήχο, κρότο με μεγάλη ένταση ή με μεγάλη διάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥάθαγος «ήχος, θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

  • ραθαγώ — έω, Α [ῥάθαγος] (κατά τον Ησύχ.) κάνω θόρυβο, παράγω κρότο …   Dictionary of Greek

  • ραθαπυγίζω — και ῥοθοπυγίζω Α χτυπώ κάποιον με την παλάμη μου ή με τα πόδια μου στα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (σχηματισμένη πιθ. με συλλαβική ανομοίωση από αμάρτυρο τ. *ῥαθαγοπυγίζω) τής οποίας το α συνθετικό είναι ο εκφραστικός τ. άγνωστης… …   Dictionary of Greek

  • sr-edh-, sr-et- —     sr edh , sr et     English meaning: to whirl, wave, boil     Deutsche Übersetzung: ‘strudeln, wallen, brausen, rauschen”     Note: extension from 1. ser     Material: Gk. ῥόθος m. “das Wogenrauschen”, ἁλί ρροθος “meerumrauscht”, ταχύ ρροθοι… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”